αναισχυντώ

αναισχυντώ
ἀναισχυντῶ (-έω) (ΑΜ)
1. είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι με αναίδεια
2. παθ. υποφέρω από την αναισχυντία άλλου
μσν.
1. περιλαμβάνω θρασύ, αδιάντροπο περιεχόμενο
2. περιφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσχυντος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναισχύντημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναισχυντῶ — ἀναισχυντέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναισχυντέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισχύντῳ — ἀναίσχυντος shameless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… …   Dictionary of Greek

  • αναισχύντημα — ἀναισχύντημα, το (Α) [ἀναισχυντῶ] αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια …   Dictionary of Greek

  • εξαναισχυντώ — ἐξαναισχυντῶ, έω (Μ) [αναισχυντώ] 1. γίνομαι αναίσχυντος, ξεδιάντροπος 2. μτφ. γίνομαι υπερβολικός, περισσεύω («οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν» οι πόνοι έγιναν πολλοί, περίσσεψαν, Γλυκάς) …   Dictionary of Greek

  • επαναισχυντώ — ἐπαναισχυντῶ, έω (Α) αναισχυντώ περισσότερο ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αισχυντώ (< αναίσχυντος)] …   Dictionary of Greek

  • προαναισχυντώ — έω, Α φέρομαι με αναίσχυντο τρόπο προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναισχυντῶ «είμαι αναίσχυντος»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναισχυντώ — έω, Α συμπεριφέρομαι με ακόμη μεγαλύτερη αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισχυντῶ (< ἀναίσχυντος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”