ἀναισχυντῶ — ἀναισχυντέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναισχυντέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχύντῳ — ἀναίσχυντος shameless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… … Dictionary of Greek
αναισχύντημα — ἀναισχύντημα, το (Α) [ἀναισχυντῶ] αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια … Dictionary of Greek
εξαναισχυντώ — ἐξαναισχυντῶ, έω (Μ) [αναισχυντώ] 1. γίνομαι αναίσχυντος, ξεδιάντροπος 2. μτφ. γίνομαι υπερβολικός, περισσεύω («οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν» οι πόνοι έγιναν πολλοί, περίσσεψαν, Γλυκάς) … Dictionary of Greek
επαναισχυντώ — ἐπαναισχυντῶ, έω (Α) αναισχυντώ περισσότερο ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αισχυντώ (< αναίσχυντος)] … Dictionary of Greek
προαναισχυντώ — έω, Α φέρομαι με αναίσχυντο τρόπο προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναισχυντῶ «είμαι αναίσχυντος»] … Dictionary of Greek
προσαναισχυντώ — έω, Α συμπεριφέρομαι με ακόμη μεγαλύτερη αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισχυντῶ (< ἀναίσχυντος)] … Dictionary of Greek